- στερεωτικός
- -ή, -ό / στερεωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ [στερεῶ, -ώνω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωσηνεοελλ.(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικάονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῡνται: α) στη βαφική, για να καταστήσουν τα χρώματα τών υφασμάτων στερεότεραβ) στη φωτογραφική, για την στερέωση τών εικόνωνγ) στην αρωματοποιία, για την ελάττωση τής πτητικότητας τών οσμηρών ουσιώνδ) στην κομμωτική, για τη στερέωση τών χτενισμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.