στερεωτικός

στερεωτικός
-ή, -ό / στερεωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ [στερεῶ, -ώνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωση
νεοελλ.
(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικά
ονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῡνται: α) στη βαφική, για να καταστήσουν τα χρώματα τών υφασμάτων στερεότερα
β) στη φωτογραφική, για την στερέωση τών εικόνων
γ) στην αρωματοποιία, για την ελάττωση τής πτητικότητας τών οσμηρών ουσιών
δ) στην κομμωτική, για τη στερέωση τών χτενισμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στερεωτικός — ή, ό αυτός που συμβάλλει στη στερέωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεωτικόν — στερεωτικός strengthening masc acc sg στερεωτικός strengthening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρέγχυμα — (Βιολ.). Στερεωτικός ιστός των αναπτυγμένων φυτικών μορίων, που αντιστοιχεί περίπου με το σκελετό των ζώων. Αποτελείται από νεκρά κύτταρα με παχύτατα τριχώματα και περισσότερο αποξυλωμένα ή από κύτταρα ισοδιαμετρικά, αλλά πάντοτε προσεγχυματικής… …   Dictionary of Greek

  • στερρωτικός — ή, όν, ΜΑ βλ. στερεωτικός …   Dictionary of Greek

  • συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • φιξατίφ — το, Ν άκλ. στερεωτικό, στεγνωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fixatif «στερεωτικός» (βλ. και λ. φιξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”